Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
lazy
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Πολυλεκτικοί όροι
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
lazy
<
πρωτογερμανική
*
lasiwaz
/ *
laskaz
(
αδύναμος
,
ασθενής
) <
πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα
*
las-
(
αδύναμος
)
Επίθετο
επεξεργασία
lazy
(en)
τεμπέλης
,
οκνηρός
≈
συνώνυμα
:
idle
νωθρός
,
βαριεστημένος
Συγγενικά
επεξεργασία
laze
laziness
lazybones
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία
lazy evaluation
lazy eye