Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
latitude latitudes

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈlætɪtuːd/ (ΗΠΑ), /ˈlætɪtjuːd/ (ΗΒ)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

latitude (en)

  1. (γεωγραφία) το γεωγραφικό πλάτος
     αντώνυμα: longitude
  2. η σχετική χαλαρότητα κατά την εφαρμογή νόμων και κανονισμών, η σχετική ελευθερία από περιορισμούς



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /la.ti.tyd/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
latitude latitudes

latitude (fr) θηλυκό

  1. (γεωγραφία) το γεωγραφικό πλάτος
     αντώνυμα: longitude
  2. η σχετική χαλαρότητα κατά την εφαρμογή νόμων και κανονισμών, η σχετική ελευθερία από περιορισμούς