latest
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
latest (en) (μόνο πριν από το ουσιαστικό)
- τελευταίος, το πιο πρόσφατο ή νέο
- ↪ the latest fashion - η τελευταία μόδα
- ↪ the latest information - οι τελευταίες πληροφορίες
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
latest (en)
- υπερθετικός βαθμός του late