Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική latarka latarki
γενική latarki latarek
δοτική latarce latarkom
αιτιατική latar latarki
οργανική latar latarkami
τοπική latarce latarkach
κλητική latarko latarki

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /laˈtarka/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

latarka (pl) θηλυκό

  • ο φακός (φορητή συσκευή φωτός)

Συγγενικά επεξεργασία