Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

lasso (en)

  Ρήμα επεξεργασία

lasso (en)

  • πετάω λάσο για να συλλάβω ζώο



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
lasso lassos

lasso (fr) αρσενικό