lash
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
lash | lashes |
lash (en)
- η άκρη του μαστιγίου
- χτύπημα με το μαστίγιο
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | lash |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lashes |
αόριστος | lashed |
παθητική μετοχή | lashed |
ενεργητική μετοχή | lashing |
lash (en)