lando
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lando | landoj |
αιτιατική | landon | landojn |
lando (eo)
- η χώρα
Σύνθετα επεξεργασία
- arkiduklando
- ĉefduklando
- devenlando
- eksterlando
- emirlando
- evolulando
- naskolando
- naskiĝlando
- nenieslando
- princolando
- sultanlando
- και διάφορα ονόματα κρατών...