Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
landfill landfills

  Ετυμολογία επεξεργασία

landfill < land + fill

  Ουσιαστικό επεξεργασία

landfill (en)

  • η χωματερή
    They throw fruit in landfills when there is overproduction.
    Ρίχνουν τα φρούτα στις χωματερές, όταν υπάρχει υπερπαραγωγή.

  Πηγές επεξεργασία