lance
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- lance < παλαιά γαλλική lance < λατινική lancea
Ουσιαστικό επεξεργασία
lance (en)
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
- free lance
- lance bucket
- lance corporal
- lance fish
- lance knight
- lance sergeant
- lancer
- lance snake
- stink-fire lance
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- lance < παλαιά γαλλική lance < λατινική lancea
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
lance | lances |
lance (fr) θηλυκό