laissez-passer
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
laissez-passer (fr) αρσενικό
- ταξιδιωτικό έγγραφο που επιτρέπει στον κάτοχο - κομιστή του να μετακινηθεί ελεύθερα, το οποίο συνήθως εκδίδεται έκτακτα ή προσωρινά στη θέση διαβατηρίου
Σημειώσεις επεξεργασία
- δεν πρέπει να συγχέεται με το laissez passer του φιλελεύθερου οικονομικού αιτήματος-συνθήματος που πρωτοδιατυπώθηκε το 17ο αιώνα laissez faire, laissez passer (→ δείτε και τον όρο laissez-faire)