Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
labelmate labelmates

  Ετυμολογία επεξεργασία

labelmate < label + mate

  Ουσιαστικό επεξεργασία

labelmate (en)

  • Ένας μουσικός ή ένα μουσικό σχήμα που έχει υπογράψει στην ίδια δισκογραφική εταιρεία.