Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
léthargique léthargiques

  Επίθετο επεξεργασία

léthargique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία