Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική kwiatuszek kwiatuszki
γενική kwiatuszka kwiatuszków
δοτική kwiatuszkowi kwiatuszkom
αιτιατική kwiatuszek kwiatuszki
οργανική kwiatuszkiem kwiatuszkami
τοπική kwiatuszku kwiatuszkach
κλητική kwiatuszku kwiatuszki


  Ετυμολογία επεξεργασία

kwiatuszek < υποκοριστικό του kwiat

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

kwiatuszek (pl) αρσενικό