kuraĝigi
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- kuraĝigi < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
ρήμα kuraĝigi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | kuraĝigas | kuraĝiganta | kuraĝigata |
αόριστος | kuraĝigis | kuraĝiginta | kuraĝigita |
μέλλοντας | kuraĝigos | kuraĝigonta | kuraĝigota |
υποθετική | kuraĝigus | - | - |
προστακτική | kuraĝigu | - | - |
kuraĝigi (eo)