kunlaboro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kunlaboro | kunlaboroj |
αιτιατική | kunlaboron | kunlaborojn |
kunlaboro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kunlaboro | kunlaboroj |
αιτιατική | kunlaboron | kunlaborojn |
kunlaboro (eo)