Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική kukułka kukułki
γενική kukułki kukułek
δοτική kukułce kukułkom
αιτιατική kukułkę kukułki
οργανική kukułką kukułkami
τοπική kukułce kukułkach
κλητική kukułko kukułki

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kuˈkuwka/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

kukułka (pl) θηλυκό