kukolo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- kukolo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kukolo | kukoloj |
αιτιατική | kukolon | kukolojn |
kukolo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kukolo | kukoloj |
αιτιατική | kukolon | kukolojn |
kukolo (eo)