kształt
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- kształt < (άμεσο δάνειο) γερμανική Gestalt
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
kształt (pl) αρσενικό
- το σχήμα (η εξωτερική μορφή ενός αντικειμένου)
Συγγενικά επεξεργασία
- kształcić/wykształcić (się)
- kształtny
- kształtować
- kształtowany
- ukształtowanie
- wykształtowany
- wykształcenie
Σημειώσεις επεξεργασία
- γράφεται με "sz" και όχι με "rz" όπως είναι ο κανόνας όταν προηγείται σύμφωνο (ανήκει στις εξαιρέσεις)