krucmilito
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | krucmilito | krucmilitoj |
αιτιατική | krucmiliton | krucmilitojn |
krucmilito (eo)
Συνώνυμα επεξεργασία
- krucista milito
- krucista ekspedicio
- (παρωχημένο) kruciato