krizojaro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | krizojaro | krizojaroj |
αιτιατική | krizojaron | krizojarojn |
krizojaro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | krizojaro | krizojaroj |
αιτιατική | krizojaron | krizojarojn |
krizojaro (eo)