Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

kreado < kre + -ad- + -o

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική kreado kreadoj
αιτιατική kreadon kreadojn

kreado (eo)

kreado de strategioj por solvi problemojn, δημιουργία στρατηγικών επίλυσης προβλημάτων