kosto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kosto | kostoj |
αιτιατική | koston | kostojn |
kosto (eo)
- το κόστος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kosto | kostoj |
αιτιατική | koston | kostojn |
kosto (eo)