koridoro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- koridoro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | koridoro | koridoroj |
αιτιατική | koridoron | koridorojn |
koridoro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | koridoro | koridoroj |
αιτιατική | koridoron | koridorojn |
koridoro (eo)