koramikino
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- koramikino < koramiko () + -in- ()
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ko.ɾa.miˈki.no/
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | koramikino | koramikinoj |
αιτιατική | koramikinon | koramikinojn |
koramikino (eo)
- η φιλενάδα