konveneco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konveneco | konvenecoj |
αιτιατική | konvenecon | konvenecojn |
konveneco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konveneco | konvenecoj |
αιτιατική | konvenecon | konvenecojn |
konveneco (eo)