konstruisto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- konstruisto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konstruisto | konstruistoj |
αιτιατική | konstruiston | konstruistojn |
konstruisto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konstruisto | konstruistoj |
αιτιατική | konstruiston | konstruistojn |
konstruisto (eo)