Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

kompetente < kompetent- + -e

  Επίρρημα επεξεργασία

kompetente (eo)

li kompetente respondis a la demandoj, απάντησε στις ερωτήσεις δείχνοντας αρμοδιότητα

Συγγενικά επεξεργασία