komento
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | komento | komentoj |
αιτιατική | komenton | komentojn |
komento (eo)
- το σχόλιο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | komento | komentoj |
αιτιατική | komenton | komentojn |
komento (eo)