kokluŝo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- kokluŝo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kokluŝo | kokluŝoj |
αιτιατική | kokluŝon | kokluŝojn |
kokluŝo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kokluŝo | kokluŝoj |
αιτιατική | kokluŝon | kokluŝojn |
kokluŝo (eo)