knowingly
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
knowingly (en)
- συνειδητά, ενώ γνωρίζω την αλήθεια ή το πιθανό αποτέλεσμα αυτού που κάνω
- ↪ Everything he did he did knowingly, so he is responsible.
- Ό,τι έκανε το έκανε συνειδητά, άρα είναι υπεύθυνος.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη intentionally
- ↪ Everything he did he did knowingly, so he is responsible.