klopodo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | klopodo | klopodoj |
αιτιατική | klopodon | klopodojn |
klopodo (eo)
- η έντονη προσπάθεια
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | klopodo | klopodoj |
αιτιατική | klopodon | klopodojn |
klopodo (eo)