klistero
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- klistero < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | klistero | klisteroj |
αιτιατική | klisteron | klisterojn |
klistero (eo)
- το κλύσμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | klistero | klisteroj |
αιτιατική | klisteron | klisterojn |
klistero (eo)