klimaktero
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- klimaktero < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | klimaktero | klimakteroj |
αιτιατική | klimakteron | klimakterojn |
klimaktero (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | klimaktero | klimakteroj |
αιτιατική | klimakteron | klimakterojn |
klimaktero (eo)