kiełbasa
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kiełbasa | kiełbasy |
γενική | kiełbasy | kiełbas |
δοτική | kiełbasie | kiełbasom |
αιτιατική | kiełbasę | kiełbasy |
οργανική | kiełbasą | kiełbasami |
τοπική | kiełbasie | kiełbasach |
κλητική | kiełbaso | kiełbasy |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
kiełbasa (pl) θηλυκό
- το λουκάνικο
- (ειδικότερα) το χωριάτικο λουκάνικο