Πολωνικά (pl) επεξεργασία

 
kiełbasy
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική kiełbasa kiełbasy
γενική kiełbasy kiełbas
δοτική kiełbasie kiełbasom
αιτιατική kiełbasę kiełbasy
οργανική kiełbasą kiełbasami
τοπική kiełbasie kiełbasach
κλητική kiełbaso kiełbasy

  Ετυμολογία επεξεργασία

kiełbasa < ουγγρική kolbász

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /cɛwˈba.sa/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

kiełbasa (pl) θηλυκό

  1. το λουκάνικο
  2. (ειδικότερα) το χωριάτικο λουκάνικο

Συγγενικά επεξεργασία