keep
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | keep |
γ΄ ενικό ενεστώτα | keeps |
αόριστος | kept |
παθητική μετοχή | kept |
ενεργητική μετοχή | keeping |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα επεξεργασία
keep (en)
ενεστώτας | keep |
γ΄ ενικό ενεστώτα | keeps |
αόριστος | kept |
παθητική μετοχή | kept |
ενεργητική μετοχή | keeping |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
keep (en)