katastrofa
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- katastrofa < katastrof- + -a
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | katastrofa | katastrofaj |
αιτιατική | katastrofan | katastrofajn |
katastrofa (eo)
- katastrofa tertremo - καταστρεπτικός σεισμός
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | katastrofa | katastrofy |
γενική | katastrofy | katastrof |
δοτική | katastrofie | katastrofom |
αιτιατική | katastrofę | katastrofy |
οργανική | katastrofą | katastrofami |
τοπική | katastrofie | katastrofach |
κλητική | katastrofo | katastrofy |
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˌkataˈstrɔfa/
- ⓘ
Ουσιαστικό επεξεργασία
katastrofa (pl) θηλυκό