kartono
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- kartono < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kartono | kartonoj |
αιτιατική | kartonon | kartonojn |
kartono (eo)
- το χαρτόνι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kartono | kartonoj |
αιτιατική | kartonon | kartonojn |
kartono (eo)