karateo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- karateo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | karateo | karateoj |
αιτιατική | karateon | karateojn |
karateo (eo)
- το καράτε
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | karateo | karateoj |
αιτιατική | karateon | karateojn |
karateo (eo)