kapsulo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- kapsulo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kapsulo | kapsuloj |
αιτιατική | kapsulon | kapsulojn |
kapsulo (eo)
- η κάψουλα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kapsulo | kapsuloj |
αιτιατική | kapsulon | kapsulojn |
kapsulo (eo)