kanvaso
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- kanvaso < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kanvaso | kanvasoj |
αιτιατική | kanvason | kanvasojn |
kanvaso (eo)
- το καναβάτσο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kanvaso | kanvasoj |
αιτιατική | kanvason | kanvasojn |
kanvaso (eo)