kamelio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- kamelio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kamelio | kamelioj |
αιτιατική | kamelion | kameliojn |
kamelio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kamelio | kamelioj |
αιτιατική | kamelion | kameliojn |
kamelio (eo)