kaléidoscope
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Από το καλός, ωραίος, το είδος, εμφάνιση, και το σκοπείν, κοιτάζω.
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
kaléidoscope | kaléidoscopes |
kaléidoscope (fr) αρσενικό
Από το καλός, ωραίος, το είδος, εμφάνιση, και το σκοπείν, κοιτάζω.
ενικός | πληθυντικός |
kaléidoscope | kaléidoscopes |
kaléidoscope (fr) αρσενικό