kabineto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kabineto | kabinetoj |
αιτιατική | kabineton | kabinetojn |
kabineto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kabineto | kabinetoj |
αιτιατική | kabineton | kabinetojn |
kabineto (eo)