kabareto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kabareto | kabaretoj |
αιτιατική | kabareton | kabaretojn |
kabareto (eo)
- το καμπαρέ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kabareto | kabaretoj |
αιτιατική | kabareton | kabaretojn |
kabareto (eo)