kérosène
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Απο το κηρός.
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
kérosène | kérosènes |
kérosène (fr) αρσενικό
- η κηροζίνη
Απο το κηρός.
ενικός | πληθυντικός |
kérosène | kérosènes |
kérosène (fr) αρσενικό