Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
képi képis

  Ετυμολογία επεξεργασία

képi < (άμεσο δάνειο) αλσατική Käppi (σκουφάκι) υποκοριστικό για τη γερμανική Kappe.

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

képi (fr) αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία