justiciable
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
justiciable (en)
- (νομικός όρος) δικάσιμος, που μπορεί να δικαστεί σε δικαστήριο
Εκφράσεις επεξεργασία
- justiciable under : δικάσιμο από [συγκεκριμένο δικαστήριο]
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
justiciable (fr)