jubilatoire
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- jubilatoire < jubiler
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
jubilatoire | jubilatoires |
jubilatoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που προκαλεί μεγάλη χαρά, ενθουσιαστικός
ενικός | πληθυντικός |
jubilatoire | jubilatoires |
jubilatoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό