joueur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- joueur < jouer
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | joueur | joueurs |
θηλυκό | joueuse | joueuses |
joueur (fr)
- ο παίχτης
- ο οργανοπαίχτης (για όργανα για τα οποία δεν υπάρχει ιδιαίτερος όρος)
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | joueur | joueurs |
θηλυκό | joueuse | joueuses |
joueur (fr)
- που αρέσκεται να παίζει, παιχνιδιάρης
Εκφράσεις επεξεργασία
- beau joueur - που παραδέχεται εύκολα τη νίκη κάποιου άλλου