Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

jerk off (en)

  1. (κυριολεκτικά) χύσια, ψωλόχυμα, σπέρματα
  2. (χυδαία βρισιά) ψωλόχυμα, γαμημένος, μουνόπανο, σκατοκαριόλης

  Ρήμα επεξεργασία

jerk off (en)

  1. μαλακίζομαι